- ταφεών
- και ταφαιών και ταφών, -ῶνος, ὁ, Ατόπος ταφής, νεκροταφείο («τὸ μνημεῑον τοῡ ταφεῶνος ἔκτισεν ἐξ ἰδίων Σεπτίμιος», επιγρ. Παλμύρας).[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + επίθημα -(ε)ών (πρβλ. ἀνδρ-(ε)ών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.